Lispector Clarice
Η ώρα του αστεριού
Εκδόσεις Αντίποδες
-Κυρία Λισπέκτορ, γιατί γράφετε;
-Εσείς γιατί πίνετε νερό;
-Κυρία Λισπέκτορ, γιατί γράφετε;
-Εσείς γιατί πίνετε νερό;
Η δημιουργία ενός βιβλίου, μοιάζει με την κοσμική δημιουργία ενός εν αμφιβολία Θεού σύμφωνα με την Κλαρίσε Λισπέκτορ στην ώρα του αστεριού, στο κύκνειο άσμα της, που είναι αυτό που ακριβώς περιγράφει ο τίτλος του. “Η ώρα του αστεριού”. Η ώρα δηλαδή που το αστέρι συναντά τη γήινη ατμόσφαιρα και φλέγεται, αφήνοντας για μας, μονάχα τα υπολείμματα της ύπαρξής του. Αυτά που αρκούν για να πουν την ιστορία. Αυτά που χτίζουν το μύθο της.
Όλα στον κόσμο ξεκίνησαν από ένα ναι. Ένα κύτταρο είπε ναι σε ένα άλλο κύτταρο και γεννήθηκε η ζωή. Όμως πριν την προϊστορία υπήρχε η προϊστορία της προϊστορίας και υπήρχε το ποτέ και υπήρχε το ναι. Πάντα υπήρχε. Δεν ξέρω τι, μα ξέρω πως το σύμπαν ποτέ δεν ξεκίνησε.
Η Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977), πίσω από τη βιτρίνα της κοσμικής συζύγου διπλωμάτη που η ίδια θρυμματίζει με πάταγο, ξεδιπλώνεται μπροστά μας και μέσω του έργου της, παίρνοντας σιγά σιγά τη θέση της δίπλα σε κορυφαίους κλασσικούς συγγραφείς. Δικαιωματικά, αν κρίνουμε από το τελευταίο αυτό βιβλίο της, ένα βιβλίο που έγραψε χτυπημένη από τον καρκίνο, σχεδόν ανάπηρη από μια φρικτή φωτιά στο σπίτι της και ολοκλήρωσε λίγο πριν από τον θάνατό της. Μια προσωπική τραγωδία και μια κάθαρση πριν την αληθινή τραγωδία που κανείς δεν ξέρει αν κάθαρση έχει.
Για ηρωίδα της επιλέγει ίσως ένα από τα ανάστροφά της σε κάποιον από τους πολλούς παραμορφωτικούς καθρέφτες του κόσμου μας. Και για το ρόλο του συγγραφέα-αφηγητή της ιστορίας, επιλέγει να δημιουργήσει άλλο ένα ανάστροφό της. Έναν άντρα που είναι όσα δεν είναι εκείνη και δεν είναι τίποτα από όσα είναι αυτή. Είναι θαρρείς πιο εύκολο έτσι, πιο ελαφρύ για την ίδια που το όνομά της εμφανίζεται μόνο στην αρχή και μόνο ως μιαν ευχαριστία.
Κι ύστερα, αφού στήνει ένα απέριττο σκηνικό, αφήνει τις μαριονέτες της, να επιτελέσουν το ρόλο τους, να πουν την ιστορία, να φτάσουν ως την κάθαρση. Χωρίς αρώματα και φρου φρου, λιτή σαν ρώσος κλασικός, αυτή μια Βιρτζίνια Γουλφ του νότιου ημισφαιρίου, γράφει το όνειρο του δικού της γελοίου που όμως δεν αναρωτιέται για τίποτα, απλά υπάρχει και όταν έρθει η ώρα, παύει.
«Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτε, ήξερε πως έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα και – ποιος οργάνωνε τη γη των ανθρώπων; Θα άξιζε οπωσδήποτε μια μέρα τον ουρανό των λοξών, εκεί που κανείς μόνο ζαβός μπαίνει»
Ύστερα, όταν έρθει η ώρα, η πλήρωση, ο αναγνώστης συναντά τη λύτρωση. Αυτή που και η ίδια η Λισπέκτορ επιζητούσε μέσω του γραψίματος σε ολόκληρη τη ζωή της, αυτή που μας προσφέρει απλόχερα και χωρίς καμία τσιγκουνιά, γιατί πάνω και πέρα από όλους, εκεί στις τελευταίες της ανάσες, η Λισπέκτορ γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν μας, πόσο μεγάλο πράγμα είναι η σωτηρία της ψυχής.
Κι όταν τελειώσει το μελάνι, σαν αστέρι, συναντά τη γήινη ατμόσφαιρα και φλέγεται. Εκείνη που παράλυτη είχε μείνει, εκείνη έγινε μια λάμψη για να κάνουμε όλοι μας από μιαν ευχή.