Άφθονη διούρηση
της Δανάης Παναγιωτοπούλου
Γεννήθηκα το 1978, αυτό σημαίνει ότι το ’81 ήμουν πολύ μικρή για να ποτιστώ από τη συλλογική μέθη, τότε που όλοι νομίζανε πως ο ήλιος επιτέλους θα ανατείλει και θα του πούνε όλοι μαζί “καλημέρα, ήλιε”. Ένα από τα πρώτα τηλεοπτικά πλάνα που θυμάμαι είναι το νεύμα του Ανδρέα που προηγήθηκε της καθόδου της Δήμητρας Λιάνη από το αεροπλάνο (afthonidiourisi.com).
Τότε ακόμα τα αεροπλάνα – και οι αεροσυνοδοί – διατηρούσαν κάποια αίγλη, και στα μάτια του παιδιού που ήμουν η αίγλη αυτή κατάπινε τον γέρο εκείνο, το νεύμα του οποίου όλοι οι μεγάλοι κατέγραψαν και σχολίαζαν για καιρό. Ακολούθησε το βρόμικο ’89 με υπόκρουση τους δίσκους του Χάρρυ Κλυνν. Η ντόπια πολιτική εγγράφηκε μέσα μου ασυναίσθητα ως αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ προσώπων γελοίων.
Ο θάνατος του Μένιου Κουτσόγιωργα μέσα στο δικαστήριο ήταν το πρώτο καμπανάκι που έλεγε πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει το γελοίο.
Εμείς που ζήσαμε το ’89 κι όχι το ΄81 είδαμε την ιδιωτική τηλεόραση να έρχεται. Καθίσαμε Δευτέρα βράδυ στις εννιά να δούμε οικογενειακώς τις Τρεις Χάριτες – αφέλεια και ίντριγκες αθώες, ευπιστία και αμεριμνησία. Λίγο αργότερα ήρθε το Χρηματιστήριο και είδαμε αυτά τα χαρακτηριστικά να ζωντανεύουν μέσα κι έξω απ’ τα σπίτια μας, σηματοδοτώντας μια αργή και τρελή πορεία προς τον εγκλωβισμό.
Θυμόμαστε ακόμα τη φαντασμαγορία του δορυφορικού Mtv, και οι τότε πρωταγωνιστές των θεαματικών video clip μας φέρνουν σήμερα θυμηδία – όπως και η αμήχανη συμπεριφορά των μεγάλων μέσα στους εμπορικούς κολοσσούς, καθώς έστεκαν σοβαροί και πειθαρχημένοι στις κυλιόμενες σκάλες ενώ εμείς τρέχαμε πάνω-κάτω παραβιάζοντας τη σιωπή.
Ο Χατζιδάκις και ο Θοδωράκης δεν ήταν δική μας υπόθεση, αλλά ζαβλακωμένοι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου απομνημονεύσαμε και βάλαμε στο στόμα μας τους χρησμούς του Γκάτσου, την ποίηση του Ρίτσου και του Αναγνωστάκη, τις μελωδίες του Λοΐζου μαζί με εκατοντάδες διαφημιστικά τραγουδοσλόγκαν – μέχρι να έρθει η ώρα της αποκομιδής.
Στο πανεπιστήμιο δεν γίνονταν πια δεκτές οι εργασίες μας χειρόγραφες. Έτσι αποκοπήκαμε από τη μηχανική της γραφής, χάσαμε τα μυστικά της καλλιγραφίας και την αντανάκλαση των προσώπων στο γραφικό τους χαρακτήρα. Όσοι δεν το είχαν ήδη κάνει υποχρεώθηκαν να βάλουν τον υπολογιστή και την ψηφιακή μετρική στη ζωή τους – ένα σύστημα που το μόνο που γνωρίζει είναι να διακρίνει το μηδέν από το ένα. Εδώ που τα λέμε δεν είναι και λίγο. Κερδίσαμε όμως το δικαίωμα να παίζουμε με τη εικόνα – γιατί εικόνα είναι και η τυπωμένη λέξη, εικόνα που μέχρι πρότινος ερχόταν μόνο άνωθεν.
Βρεθήκαμε δεκατριών χρονών σε κάποιο κλαμπ στις τέσσερις το πρωί που πέφταν για πλάκα τραγούδια του ΛεΠά και χορεύανε ως και τα φρικιά. Η διαδρομή από εκεί μέχρι να επικρατήσει το σκυλάδικο, μέχρι τις μουσικές ακαδημίες του Μεγάλου Αδελφού και κατόπιν τα freak shows υπήρξε αφόρητα ομαλή. Κάπου στη μέση του δρόμου περάσαμε από τα απαγορευμένα ρέιβ πάρτι στο Γιουμάτικ με τα μπάσα τσίτα να μας χτυπάνε το θώρακα και τον πόλεμο στο Ιράκ κινούμενη τοιχογραφία. Επόμενο ήταν να μην το πάρουμε στην πλάκα όταν αρκετά χρόνια μετά το συγκρότημα Αλαφούζου απoφάσισε με όρους τηλεοπτικούς να ξαναδιαβάσει την ιστορία του τόπου.
Ήμασταν, όμως, από τους πρώτους που ερωτοτροπήσαμε δημόσια χωρίς κανένας να μας κοιτάζει σοκαρισμένος, κι έτσι μάθαμε πως ο έρωτας παραμένει κρυφός για εντελώς άλλους λόγους.
Τα πρώτα μας ηλεκτρονικά παιχνίδια είχαν απλές γραμμές και δεν το κρύβανε. Μάθαμε να ακούμε πολλών τις γλώσσες για να μην μιλήσουμε στ’ αλήθεια ούτε μία. Αλλά έχουμε ήδη δει πολλούς ναούς να ορθώνονται και να πέφτουν μέσα σε μια νύχτα. Ό,τι και να είπαμε καταγράφηκε αχνά ως ένα λιγότερο ή περισσότερο αντιπροσωπευτικό δείγμα κάποιου στυλιστικού ιδιώματος. Σιγά-σιγά ολοκληρώνεται η οροφή που θέλει να μας σκεπάζει. Είναι γυάλινη, για νας μας βασανίζει η επιθυμία, και θα πλησιάζει μέχρι να μας χωρίσει και από τις ζωτικές μας ανάγκες.
Πόσο απροσπέλαστο μπορεί να είναι ένα τζάμι;
(http://v-vinyl.com/V-Vinyl/89-813.html)