Τρεις τοίχοι κι ένα παράθυρο Πέμπτη 21.00 (ε)
Τώρα θα τεντώσω τα χέρια μου να φτάσω τον διακόπτη από το φως.
Μια λάμπα κουνιέται από πάνω μου, αναμένη και καυτή
όπως η ανάσα σου που τριγυρίζει το λαιμό μου.
Κρεμιέμαι από το μισοφέγγαρο και κάνω κούνια πάνω από την πανοπλία μου που κατέστρεψαν τα μάτια σου και το γέλιο σου.
Το κάστρο έπεσε και όλοι οι ιππότες παραδόθηκαν. Τώρα μόνος με το φεγγάρι και την ανάσα σου στο λαιμό μου σκέφτομαι πως μόνο ρούχα θέλω να φοράω, όχι πανοπλία.
Η πανοπλία είναι για τους αδύναμους.