Ο λαχειοπώλης του ουρανού – Μια εκπομπή μέσα στην ταινία.
Σημειώσεις ενός ραδιοφωνικού παραγωγού, του Βασίλη Δίπλα
«Κι είπα από μέσα μου: Είμαι ο Λαχειοπώλης τ΄ Ουρανού»
Μάνος Χατζιδάκις
= Χώμα
Για σένα μιλάνε λαχειοπώλη.
Για σένα μιλάνε λαχειοπώλη. Ρωτάνε πού γεννήθηκες και πώς ταξιδεύεις. Ποιός είναι ο αέρας που αναπνέεις και σε ποιο χώμα θέλεις να παίξεις. Ρωτάνε, αν τα λαχεία σου είναι αληθινά και πόσο κοστίζουν. Ρωτάνε αν όντως περπάτησες ένα βράδυ στο Παγκράτι και χάθηκες μέσα σε σκοτάδι μαγεμένο…με αυλούς και άρωμα καφέδων…και πίκρα νικοτίνης στα πνευμόνια της ανατολής. Σε είδαν λαχειοπώλη, να πετάς πάνω από κεραίες εκπομπών, σε λόφους έρημους, στην αυλή της πόλης. Και σε δρόμους παγκόσμιους, να στέλνεις σήματα. Και λόγια. Και όνειρα χωρίς εικόνες. Σε είδαν να χτυπάς το αρχαίο τύμπανο μεταφοράς μυνήματος. Σε άκουσαν να ψιθυρίζεις στα αυτιά…σε ώρες νυχτερινές…σε ώρες μυστικές. Για σένα μιλάνε λαχειοπώλη. Είδαν τα φτερά σου ψηλά, να κάνουν κύκλους. Μόνο φτερά. Χωρίς σώμα. Χωρίς αμαρτία. Ψηλά, πάνω απ’ τις κεραίες. Καλησπέρα. Καλή ακρόαση.
= Χορός
Από τα Ιουλιανά ως το Πολυτεχνείο
Απόγευμα ή μεσημέρι, δεν θυμούνται…σε άκουσαν να περπατάς αργά και ν’ αφήνεις το κοντάρι με τα λαχεία δίπλα στους δίσκους. Τους έβγαζες βαριεστημένα απ’ τα ράφια της δισκοθήκης. Είχες χαρά όμως, όταν τους έβλεπες να τρέχουν και οι νότες να χορεύουν. Μέχρι που έκλαψες όταν καρφιά και αυτοκόλλητες ταινίες, έκαναν τις νότες να σιωπήσουν και άκουγες να ψιθυρίζουν τριγύρω, φοβισμένα: Λογοκρισία. Έτσι, σε έβλεπαν λαχειοπώλη να περπατάς αργά. Σε διαδρόμους σκονισμένους. Σε χρόνια, που το απόγευμα έφερνε τη νύχτα μόνο…αλλά εσύ, ήθελες να ξημερώσει. Να πετάξεις ήθελες, πάνω από δίσκους και στροφές… σε χιλιόκυκλους στο σύμπαν. Σε μεγάκυκλους, άπειρους όπως οι αριθμοί, στα λαχεία σου. Σήκωσες το κοντάρι σου και έκανες να πετάξεις. Ήσουν μικρός και βαρύς ακόμα απ’ το πρώτο γάλα. “Θα ξαναγεννηθώ” είπες και έκλεισες μικρόφωνο.
= Φώτα πορείας
Από τη Μεταπολίτευση ως την Αλλαγή
Ξεκίνησα να παίζω σε κήπους μυστικούς. Ξαναγεννήθηκα σε μια οδό ονείρων, με λιλλιπούτιους εραστές που έπαιζαν ξύλο γερό…με τα φαντάσματα τα κοντινά. Εκείνα τα φαντάσματα, που ούρλιαζαν στα ξερά νησιά, τα κίτρινα μεσημέρια. Και τρόχιζαν τα νύχια τους στις πόλεις, χαράματα ασήκωτα. Χάριζα τα λαχεία μου στην Κέρκυρα του τραγουδιού και αλήτευα στον ουρανό των Ανωγείων. Τα κοπάνισα μέχρι τελικής πτώσης -που λένε- με τα παιδιά της Γαλαρίας και έφαγα της χρονιάς μου -που ξαναλένε- ένα ξημέρωμα στην οδό Ναυαρίνου. Τους έβλεπα όμως, να έρχονται με το ζιβάγκο μέχρι την καρωτίδα και μ’ έπιασε μια κρυφή χαρά. Μοίραζα τα λαχεία μου και περίμενα την αλλαγή στο πεζοδρόμιο, μέχρι να ανάψει το φανάρι πράσινο. Στην πρώτη στροφή της αλλαγής, αλλάξανε κοστούμι. Πουκάμισα ανοιχτά και ζεϊμπέκικο με πιρουέτες-δρεπάνι. Έκοψαν τα καλώδια και έμειναν τα μικρόφωνα στο σκοτάδι. Και η πόλη των λιλλιπούτιων εραστών, χρεωμένη, στο μνημόνιο της αλλαγής.
= Ραδιόφωνο
Ραδιοφωνική Ταξιανθία της ‘Ανοιξης
Χάθηκες πάλι λαχειοπώλη και ρωτάνε για σένα. Ρωτάνε να μάθουν πότε ξαναγεννήθηκες. Κάποιοι σε είδαν να κάνεις κύκλους γρήγορους στον αεροδιάδρομο με αριθμό 103,7. Κάποιοι άλλοι σε άκουσαν με κλάμα πρώτο στο δωμάτιο με αριθμό 93,6. Γεννητούρια φώναξαν οι απ’ έξω και γύρισαν το κουμπί. Στο δωμάτιο έτρεξαν και μερικοί που σώθηκαν απ’ τα δρεπάνια της αλλαγής. Από εκείνη την πόλη των λιλλιπούτιων και συνάντησαν παιδιά καινούρια. Έστησαν χορό μεσημεριού με Καινά Δαιμόνια και Καλεσμένους της Γης. Είχαν στα χείλη ακόμα τη γεύση απ’ το Γλυκό του Κουταλιού και ρουφούσαν Το Μέλι των Γκρεμών. Τραγούδια της Παρέας, έδιναν κι έπαιρναν και η άνοιξη ανθοφορούσε διαρκώς, επαρκώς και ασφαλώς. Ραδιοφωνική ταξιανθία στο βλαστό με τα λαχεία…ένας τίτλος που δεν γράφτηκε ποτέ. Τον έγραψε όμως κρυφά στο ληξιαρχείο με αριθμό 381, η Έφη Μεταλληνού, λαχειοπώλη. Και σε χαιρετάει.
= Βροχή
Τα πανέρια της Αγοράς
Ξαναγεννήθηκα λοιπόν και σας χαιρετάω. Έφαγα και χόρεψα με την ψυχή μου και χάρισα και λαχεία. Μου έδωσαν και δωμάτιο -χωρίς φως βέβαια- αλλά με θέα ανοιχτή. Οι δίσκοι δεν είχαν πια αυτοκόλλητα και χαράδρες λογοκρισίας…η μουσική και τα λόγια ταξίδευαν ακούραστα στους διαδρόμους του μαιευτηρίου και η άνοιξη διαρκούσε. Έφευγα σκαστός πολλά βράδυα και κατηφόριζα στην πλατεία με τους αυλούς. Τα δέντρα εκεί, είχαν ακόμα οξυγόνο και αυτό, το καταλάβαινα όλο και πιο πολύ όταν επέστρεφα στο δωμάτιο του μαιευτηρίου. Εκεί, στο δωμάτιο, απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, έβλεπα όλο και πιο τακτικά, κινήσεις εμπόρων με ταμειακές μηχανές και πανέρια με προϊόντα της αγοράς και μόνο. Δυσοσμία πραγματική άρχιζε να κυριεύει τους διαδρόμους. Κάποια παιδιά απ’ τα διπλανά δωμάτια φώναζαν: Κλείστε τις πόρτες. Αλλά τα πανέρια της αγοράς σκέπασαν τους δίσκους και τα λόγια της άνοιξης. Και τις φωνές. Χειμώνας πάλι και ξανά σκασιαρχείο. Στην πλατεία είχε πιο πολύ οξυγόνο.
= Φωτιά
Στην πλατεία με τα δακρυγόνα
Στο καφενείο στο μαιευτήριο, έχουν μέρες να σε δουν λαχειοπώλη. Δεν πετάς πια πάνω απ’ τις κεραίες και στην πλατεία δεν πολυπηγαίνεις. Άκουσαν να λες, ένα βράδυ άστεγος και πρόσφυγας, ότι ο ουρανός είναι πια τοξικός. Δεν σε χωράει το μαύρο του και το χώμα δεν σε αντέχει. Σε είδαν να τρέχεις χωρίς αναπνοή, ένα ξημέρωμα Δεκέμβρη, με το κασκόλ του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τυλιγμένο στην τρύπια καρδιά. Κι ένα απριλιάτικο απόγευμα να φυτεύεις αγκάθια στο δέντρο του Δημήτρη Χριστούλα. Γονάτιζες, άνεργος, στην πλατεία με τα δακρυγόνα του Ιουνίου και αναχωρούσες μέσα στους καπνούς της Μαρφίν. Ερημίτης στο Καστελλόριζο και άσημος οροθετικός, στην οθόνη πριν τις διαφημίσεις. Άκουσες πάλι τις ερπύστριες των παιδικών σου χρόνων του ’73 και τον πεντάχρονο Δημήτρη Θεοδωρά να σε χαιρετάει ματωμένος, κάτω απ’ το σπίτι σου στου Ζωγράφου. Και τον Μιχάλη Καλτεζά, να σου χαμογελάει απρόσκλητος, στο διπλανό θρανίο της εφηβείας. Μεγάλωσες λαχειοπώλη και έρχεται βροχή, έρχεται μαύρο.
= Σιωπή
Ιούνιος 2013. Πότε θα κάνει ξαστεριά
Δεν πετάω πια. Και τα λαχεία μου τα μοιράζω. Έκλεισα την τηλεόραση και ανέβηκα ξημέρωμα στο προαύλιο του μαιευτηρίου. Είχα χρόνια να πάω και όταν είδα τη μαύρη φτηνή κουρτίνα να σκεπάζει την πρόσοψη, σκέφτηκα: πόσο χαμηλά έχει ρίξει την ποιότητα του υφάσματος, η εποχή της κρίσης. Ήταν κόσμος πολύς εκεί στο προαύλιο του μαιευτηρίου και ξεφορτώθηκα άνετα τα λαχεία. Υπήρχαν συνθήματα και λέξεις πολλές γραμμένες με χρώματα και φωνές και τραγούδια. Αναζήτησα κάποια παιδιά που είχα γνωρίσει στα διπλανά δωμάτια και παίζαμε καλά, στο παρελθόν. Λίγο ήθελα, να ακούσω ξανά, τον ήχο της σιωπής του μικροφώνου. Αλλά οι κάμερες, είχαν στήσει το δικό τους, αυτάρεσκο χορό και γίνονταν οι αρχηγοί στο παιχνίδι της αυλής. Έψαξα να μπω στον κήπο των λιλιπούτιων πάλι και να αφήσω την αυλή μήπως τους συναντήσω. Ήταν Ιούνιος με σύννεφα και ο κήπος, έδιωχνε το μαύρο. Τους είδα. Ο Γιώργος και η Έλενα. Την Έφη την συναντήσαμε μέρες αργότερα στο νεκροταφείο στη Ριζούπολη και γνέψαμε ήσυχα. Ήταν και η Λίντα εκεί. Στον καφέ, είπαμε με δάκρυα: θα ξαναγεννηθεί.
= Γλάστρες στο Μπαλκόνι
Μετά το μαύρο. ΜεταΔεύτερο.
Δεν ησυχάζεις τελικά λαχειοπώλη. Άνοιξες την πόρτα του Νοεμβρίου, με πρεσβυωπία δύο χρονών και αλληλέγγυος… και μπόρεσες όμως να διαβάσεις, στην ταπετσαρία τα γράμματα: ΕΡΤ ανοιχτή στην κοινωνία. Την έκλεισες γρήγορα όμως από εκείνη τη βραχνή φωνή του αγώνα…του αγώνα για εξουσία. Κατηφόρισες πεζός και ανυπόμονος για την ελπίδα που άκουσες ότι έρχεται. Είχες στο μυαλό τους κήπους και την πόλη των λιλλιπούτιων εραστών και ήσουν ανήσυχος. Όπως τότε με το φανάρι της αλλαγής, τότε που περίμενες να περάσεις στο απέναντι πεζοδρόμιο. Στάθηκες στη γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη. Είδες να ξεφορτώνουν γλάστρες και μικρόφωνα με λουλούδια παράξενα…και μύρισες τον αέρα. Τον αέρα που κάποτε πετούσες…εκεί, πάνω απ’ τις κεραίες των Λιοσίων. Δεν ρώτησες πολλά και μπήκες. Μετά το μαύρο, διάβασες την επιγραφή με το βέλος: Μεταδεύτερο. Και μπήκες. Πήραν φωτιά τα αυτιά σου από ένα ΟΧΙ δυνατό έναν Ιούλιο, μιας ακόμα Χαμένης Άνοιξης. Δεν ησυχάζεις λαχειοπώλη.
= Ερημιά
Ο φρουρός του ύπνου της κοινωνίας
Άκουσα ένα ΟΧΙ να πετάει ανάμεσα στις σταγόνες της θλιμμένης πόλης. Μέσα στον ιδρώτα του καλοκαιριού και στην καταιγίδα της αγίας τηλεόρασης. Έκλεισα το μικρόφωνο και χαμήλωσα τα ακουστικά. Στη τζαμαρία, μπροστά στην οδό Πανεπιστημίου, σκανταλιάρηδες λιλλιπούτιοι ήρωες, σκάλιζαν στο τζάμι ανορθόγραφα: Αλληλεγγύη, συλλογικότητα, αυτοδιαχείριση, έρωτας, πόλεμος, ζωή…ΟΧΙ. Τα απέναντι κτήρια, άδεια, έγιναν οθόνες μαύρες και απειλητικές. Έφτυναν ρεπορτάζ για ράφια άδεια και τράπεζες φτωχές. Τα ακουστικά ζωντάνεψαν και ψιθύρισαν μελωδίες του Γκυ Ντεμπόρ: Στο μέτρο που η κοινωνία ονειρεύεται την ανάγκη, το όνειρο γίνεται αναγκαίο. Το θέαμα, είναι ο εφιάλτης της σύγχρονης αλυσοδεμένης κοινωνίας, που δεν εκφράζει τελικά, παρά την επιθυμία της να κοιμηθεί. Το θέαμα είναι ο φρουρός αυτού του ύπνου.
= Διαβατήριο
Καλά ταξίδια, λαχειοπώλη…
Σε είδαν να πετάς ψηλά. Πάνω από ναούς στο σχήμα του ουρανού. Και να σκίζεις τα λαχεία. Χαρτοπόλεμος αληθινός, πάνω απ’ τα συντρίμια της Συρίας. Μέσα απ’ τα στεγνά δάκρυα του αποικιοκράτη, σε είδαν να βουτάς στο πραγματικό αίμα, μια νύχτα στο Παρίσι. Να κλείνεις το μικρόφωνο και την οθόνη της ντροπής, ανάμεσα στις πέτρες του Αιγαίου και τα σωσίβια κουρέλια της ζωής. Να ονειρεύεσαι πάνω απ’ τα όνειρα για αξιοπρέπεια και να πετάς ψηλά. Ψηλά, σε είδαν λαχειοπώλη να πετάς και να σφυρίζεις…ένα μακρύ ζεϊμπέκικο κι ένα ρέκβιεμ μισό…για το σημάδι στα πόδια και τον στόχο στο μυαλό. Κι όταν κατέβηκες στη γη, μουντζούρωσες τα χέρια, απ’ τις λέξεις τις νωπές, στον τοίχο της σιωπής: Ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του πολιτισμού. Απέναντι στη νέα οικονομία της κοινωνικής αμνησίας. Καλά ταξίδια λαχειοπώλη. Αυτοδιαχειριζόμενο Μεταδεύτερο. Ευχαριστώ για την ακρόαση.