Ο Αρκάς και οι πελάτες
Του Κώστα Αδαμόπουλου
Τον τελευταίο καιρό με ενοχλεί ιδιαίτερα η παραφιλολογία γύρω από τον Αρκά και αυτό που διαφημίζεται (ή δυσφημείται) ως πολιτική του μεταστροφή. Με ενοχλεί και η συζήτηση η ίδια και ο τρόπος που γίνεται. Ο Αρκάς είναι (ή έχει διατελέσει) ένας σπουδαίος κομιξάς. Ξέρω ότι σε πολλούς δεν αρέσει η λέξη, αν θέλετε βάλτε στη θέση της το comic artist ή οποιαδήποτε άλλη δεν σας φαίνεται λαϊκή και χυδαία. Κατάφερε, κυρίως στη δεκαετία του 80, να παρουσιάσει ευφυείς αναπαραστάσεις της ελληνικής κοινωνίας με εξαιρετικό χιούμορ, με αφάνταστη διεισδυτικότητα και με μια αποστασιοποιημένη ευγένεια, αν μου επιτρέπεται ο νεολογισμός.
Και κυρίως κατόρθωσε να πάρει ένα καθημερινό χιούμορ, τα καλαμπούρια που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην πιάτσα και να τα παρουσιάσει εποικοδομητικά και πολυεπίπεδα. Επίσης κατάφερε να εξελληνίσει μερικά από τα καλύτερα γαλλικά κόμιξ και πιστεύω ότι έκανε πολύ περισσότερα από το να «κατακλέψει τον Ρεζέρ» όπως διατείνονται διάφοροι κακεντρεχείς.
Τα κόμιξ του Αρκά έγιναν με τα χρόνια όλο και πιο λειασμένα, όλο και πιο στρόγγυλα, όλο και πιο μονότονα, ενίοτε δε και κάπως κουραστικά. Μια στοιχειώδης εξοικείωση με την παλέτα του καλλιτέχνη συνήθως οδηγούσε στο να ξέρεις από τη δεύτερη φράση πού θα καταλήξει το στριπ. Αλλά, όπως έλεγα, ενίοτε. Και ήταν φυσιολογικό. Το «κάθε μέρα» και το «κάθε βδομάδα» μπορεί να σκοτώσει και τον πιο εμπνευσμένο καλλιτέχνη. Ακόμα και ο Ισοβίτης έκανε κοιλιά κάποια στιγμή, για να μην μιλήσω για τις Χαμηλές πτήσεις ή πολύ περισσότερο τον Καστράτο, ένα πολύ ωραιο εύρημα για 5-6 μήνες που μας ταλαιπώρησε επί σειρά ετών. Βέβαια ο μάστορας είναι μάστορας και στο στεγνό από κόμιξ ελληνικό τοπίο εκείνης της εποχής μια χαρά ήταν ακόμα και ο Καλός λύκος.
Τέλος πάντων αυτή είναι η δική μου πρόσληψη στο θέμα και ο καθένας έχει τη δική του. και προφανώς ο καθένας δικαιούται να θεωρεί αυτή την αηδία με τις μέρες της εβδομάδας καλύτερη από το Σόου Μπίζνες, όπως κι εγώ έχω το δικαίωμα να θεωρώ όποιον το πιστεύει αυτό ηλίθιο, δεν είναι εκεί το θέμα.
Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή ο Αρκάς αποφάσισε να στραφεί στην πολιτική γελοιογραφία. Και η πολιτική γελοιογραφία δεν είναι κόμιξ. Είναι ξεχωριστό είδος, με δικούς της κώδικες και τελείως διαφορετική λογική. Και, κυρίως, με μεγάλη ιστορία στον ελληνικό τύπο, από τον 19ο αιώνα ακόμα. Από αυτό το είδος έχουν περάσει μεγάλοι μάστορες, έχει περάσει πολλές φάσεις, έχει διέλθει (ακολουθώντας την ιστορία του τόπου και του τύπου) τη φάση της αληθοφάνειας, του μπουρλέσκ, την επιθετικότητας, του υπαινιγμού, της αποδόμησης, του μεταμονέρνου, της επιστροφής στη συντήρηση, της δημιουργικής αλληλεπίδρασης με τα κόμιξ, της όσμωσης με το κομπιούτερ άρτ. Ο Αρκάς δεν είχε κάτι να εισφέρει σε αυτό το πεδίο, όχι γιατί «στηρίζει τον Κούλη» (αυτό το κάνει και ο Δημήτρης Χαντζόπουλος δημιουργώντας μικρά κομψοτεχνήματα), αλλά γιατί το επίπεδο της γελοιογραφίας του βρίσκεται πίσω από τον ελληνικό μεσοπόλεμο, κάπου στη δεκαετία του Διχασμού. Και όχι τυχαία προκαλεί ανάλογες αντιδράσεις εκατέρωθεν.
Οι αντιδράσεις των οπαδών του Αρκά μου φαίνονται κωμικές (πιο πολύ από τα σκίτσα του πάντως) και όχι και τόσο ενοχλητικές. Η λογική του τύπου «σας πονάει, ε;» και «σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο» περιγράφει βέβαια την αδυναμία ενός μεγάλου τμήματος της συντηρητικής παράταξης να συζητήσει οτιδήποτε, είτε σοβαρό είτε αστείο και την ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία της να αντιληφθεί οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τη μύτη της. Είναι σίγουρα ενοχλητικό, αλλά και συνηθισμένο είναι και δεν περιορίζεται σε αυτόν τον τομέα και οι άλλοι τομείς στους οποίους εκφράζεται είναι απείρως πιο τρομακτικοί.
Εμένα τουλάχιστον με ενοχλεί αφάνταστα περισσότερο η απάντηση «μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο». Από την ανόητη φημολογία ότι ο Αρκάς έχει πεθάνει και οι κληρονόμοι πουλήσανε το δικαίωμα χρήσης του ονόματος σε ποιος ξέρει ποιον ανομολόγητο εχθρό της κοινωνίας, μέχρι τις διαμαρτυρίες επειδή ο Αρκάς βρίζει την κυβέρνηση(!), διαμαρτυρίες που φανερώνουν λογική όχι πολίτη αλλά πελάτη. Πελάτη που έχει μάθει να καταναλώνει το προϊόν του συγκεκριμένου μαγαζιού και διαμαρτύρεται επειδή δεν του αρέσει πλέον η γεύση. Ε, λοιπόν όχι. Το ανθρώπινο μυαλό δεν είναι μηχανή, οι κομιξάδες δεν είναι υποχρεωμένοι να μας παρέχουν αυτό που νομίζουμε ότι θέλουμε, αν δεν μας αρέσει κάτι έχουμε ακόμα το δικαίωμα να μην το καταναλώνουμε και ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστούμε αυτό το δικαίωμα είναι να αφήνουμε τους ανθρώπους να αλλάζουν γνώμη αν αυτό επιθυμούν και να μην απαιτούμε απ’ αυτούς να μας κάνουν τα χατήρια σαν να είναι υποχρέωσή τους. Για να επεκτείνουμε αυτό το δικαίωμα και σε άλλους τομείς όπου η νέα οικονομία της κοινωνικής αμνησίας απειλεί την ελεύθερη έκφραση από όλες τις πάντες.
Το θέμα δεν είναι αν κάνεις κριτική στον Αρκά, αλλά τι κριτική του κάνεις. Στο βαθμό που χρειάζεται κριτική βέβαια, γιατί αν κρίνω από τη σημερινή γελοιογραφία του μάλλον χρειάζεται αποτοξίνωση από την τηλεόραση.