Κοινότητες, διδάκτορες και πτωχοπανεπιστημοσύνη: η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο έλεος της επιλεκτικής ημιμάθειας

Written by Kostas Adamopoulos on . Posted in Θέματα - Αφιερώματα, Πανόραμα, Σύντομα νέα

Του Κώστα Αδαμόπουλου

_MG_4693

Φωτογραφία: Στέφανος Ζαχαράκης

Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε πρόσφατά στον ιστότοπο του Amagi Radio, ο διδάκτωρ Φιλοσοφίας Θανάσης Πολλάτος αποφάσισε να ερμηνεύσει το μουσικό και στιχουργικό έργο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι ο δημιουργός υπερασπίζεται ένα είδος συντηρητικού και εθνικιστικού κοινοτισμού. Χρεώνει στον Παπακωνσταντίνου την αναζήτηση μιας χαμένης αθωότητας ρουσοΐκού τύπου, τη χρήση ανατολικών και αφρικάνικων οργάνων, καθώς και διαλεκτικών τύπων της ελληνικής, έναν συντηρητικό οριενταλισμό και έναν λειτουργικό αντιδυτικισμό που προκύπτει από τη χρήση της περσικής ποίησης, των συμβόλων του βουδισμού και του ινδουϊσμού,.

Επίσης τον κατηγορεί ότι θέτει σε προτεραιότητα την «παντοδυναμία του πάθους όσο και [την] έννοια μιας μεταφυσικού τύπου ελευθερίας χωρίς πρακτικό αντίκρισμα», και ότι « δεν μπορεί παρά να αποφορτίζει πρόσκαιρα πλην λυτρωτικά κοινά μας αδιέξοδα, ακόμα και αν προγραμματικά δεν μπορεί ή δεν θέλει να φτάσει ως το σημείο της επίλυσής τους».

Χρησιμοποιώντας περίπλοκη γλώσσα για να περιγράψει απλά πράγματα και λέξεις όπως μόχλευση και απομάγευση στην προσπάθεια του να φανεί εμβριθής, ο συντάκτης του κειμένου προσπαθεί να κρύψει την άγνοιά του για το αντικείμενο, όσο και την ένδεια των επιχειρημάτων του. Προφανώς ενστερνίζεται την άποψη ότι η κατοχή ενός πανεπιστημιακού τίτλου απαλλάσει τον κάτοχό του από την ανάγκη να γνωρίζει το αντικείμενο το οποίο πραγματεύεται, αφού έτσι κι αλλιώς είναι ενδεδυμένος τον μανδύα της αυθεντίας και οι αναγνώστες του οφείλουν να αποδέχονται άκριτα όσα τους αραδιάζει. Η τεχνική της επιλογής των στοιχείων που συνάδουν με το συμπέρασμα που έχει προαποφασιστεί και η απόκρυψη των υπολοίπων δεν νομίζω ότι είναι αποδεκτή από καμία επιστημονική λογική, είτε είναι σκόπιμη, είτε οφείλεται σε άγνοια, είτε σε αδυναμία κατανόησης απλών δεδομένων.

Ξεκινώντας από τα «μουσικολογικά», όπως τα ονομάζει, στοιχεία, περιγράφει περίπου ως έγκλημα καθοσιώσεως τη χρήση από το συνθέτη « παραδοσιακών οργάνων ανατολίτικης, μεσογειακής, ακόμα και αφρικανικής προέλευσης», παρακάμπτοντας για άγνωστους λόγους την εξίσου υπαρκτή παρουσία κοντραμπάσου, τσέλου, σπινέτου, ηλεκτρικής κιθάρας, ηλεκτρικού μπάσου, ηλεκτρονικών ήχων, τρομπέτας και άλλων οργάνων που προφανώς θεωρούνται κανονικά, με βάση κάποια διεστραμμένη αντίληψη περί κανονικότητας στη μουσική. Μιλάει για «μόχλευση της παραδοσιακής μουσικής, του δημοτικού τραγουδιού», ενώ ο Παπακωνσταντίνου κάνει ό,τι πιο υγιές, συνεχίζει από εκεί που σταμάτησαν οι προηγούμενοι, είναι λαϊκός και όχι λόγιος δημιουργός στο μουσικό σκέλος. Επίσης παραβλέπει το γεγονός ότι ένας μουσικός που γράφει με αφετηρία το δημοτικό τραγούδι, εξέλιξε τον ήχο του από ένα σημείο και μετά με βάση ό,τι πιο σύγχρονο έχει να παρουσιάσει η εποχή μας, είτε μιλάμε για το ποστ-ροκ, είτε για τη τζαζ και την αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, είτε για τους ηλεκτρονικούς ήχους, είτε για την επαφή με άλλους παραδοσιακούς μουσικούς πολιτισμούς. Παρολ’ αυτά, ο Πολλάτος από την ακρόαση του Θανάση Παπακωνσταντίνου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «προβάλλει η κατασκευή της κοινοτιστικής φαντασίωσης, μιας κλειστής κοινωνίας που, ιδωμένη παραμορφωτικά, μετατρέπεται στο πρότυπο των «μικρών κοινωνικών ομάδων που γνωρίζονται μεταξύ τους»

Υποψιάζομαι δε ότι όταν μιλάει για την «έτσι κι αλλιώς δημοτικοφανή μουσική» κάνει τη γνωστή γκριμάτσα που κάνουν οι χωραΐτες όταν βρεθούν στην επαρχία, σαν κάτι να τους μυρίζει άσχημα, σκαντζίλα όπως λέμε κι εμείς στην Πελοπόννησο

Περνώντας στο στιχουργικό κομμάτι η παραμόρφωση της πραγματικότητας προχωρά ακάθεκτη. Ο συγγραφέας του κειμένου έχει την κατανόησή μου επειδή σοκάρεται από το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γεννηθεί εκτός Αθηνών ή έχουν δει ζαρκάδια και βουνά και εκτός τηλεόρασης. Βαφτίζει αυτή την πραγματικότητα τάση για επιστροφή στη φύση, αγνοώντας ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα έρχονται σε επαφή μαζί της και εμμέσως αρνείται το δικαίωμα λόγου σε όσους ζουν εκτός του αστικού τρόπου ζωής που θεωρεί μοναδικό και αυτονόητο. Το σοκ που του προκαλούν οι ντοπιολαλιές είναι ενδεικτικό του ρατσισμού του απέναντι στους κατοίκους της επαρχίας, ενώ κατά πάσα πιθανότητα αγνοεί ότι οι διαλεκτικοί τύποι χρησιμοποιούνται πραγματικά εκεί έξω, και δεν υπάρχουν απλά για να διανθίζουν κακόγουστα σήριαλ, λογοτεχνικά έργα και τραγούδια του Παπακωνσταντίνου.

Εντύωπση προκαλεί η αποσπασματική σταχυολόγηση των αναφορών που υπάρχουν στους στίχους του καλλιτέχνη. Εφόσον το συμπερασμα πρέπει να είναι ότι «[α]υτός ο οριενταλισμός είναι μια ντε φάκτο προσανατολισμένη προς τα πίσω, τουτέστιν συντηρητική απάντηση, στην κεντρική εθνική δισυποστασία, στον φαντασιακό —φαντασιακό, όχι φανταστικό— διχασμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης που ταλανίζει τη νεοελληνική ιδεολογία από τη σύστασή της, ο οποίος όμως, εγγραφόμενος στις καλένδες της μεταμοντέρνας εποχής, οφείλει να αναγιγνώσκεται επίσης ως συγκρουσιακή αντίθεση νεωτερικότητας και αντινεωτερικότητας.», ο Πολλάτος επιλέγει από την τεράστια γκάμα αναφορών που διατρέχουν το έργο του λαρισαίου δημιουργού την «την αρχαιοελληνική μυθολογία, από την ακούραστη εξιδανίκευση του βυζαντινού και του οθωμανικού παρελθόντος, από τον απόηχο κάθε ανατολίτικης επιρροής, της περσικής ποίησης, του βουδισμού και του ινδουισμού περιλαμβανομένων», αγνοώντας τον Πεσόα, τον Πιραντέλο, τον Τριστάν Κορμπιέρ, τον Εμπειρίκο, την αστρονομία, την αυτοκίνηση και τους σιδηρόδρομους, που ενδεχομένως και να τον οδηγούσαν σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Αλλά αν η πραγματικότητα δε συμφωνεί με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Υποψιάζομαι ότι ο Πολλάτος ζει σε έναν φανταστικό πολιτισμένο δυτικό κόσμο περικυκλωμένο από διάφορα φαντάσματα της ανατολής και της μεταφυσικής όπως τις ηρωίδες από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, τους υπαρχηγούς του Ζαπάτα, τον Τσέζαρε Παβέζε, τον Παζολίνι, τον Καίσαρα Βαλιέχο, την Κρεμόνα, τη Ρόζα Μπαλιστρέρι, τη Βαστίλη, τον Λόρκα, τον Ερίκ Σατί, την βιολογία, για να μείνω μόνο σε μερικά σημεία που αναφέρονται, χρησιμοποιούνται ή αναπλάθονται δημιουργικά από τον Παπακωνσταντίνου. Ο συντάκτης του κειμένου έχει εμφανώς το σύμπλεγμα του επαρχιώτη που, επειδή αισθάνεται την Ελλάδα σα φτωχό συγγενή της Δύσης, οφείλει μονίμως να απολογείται και να αποδεικνύει -σε ποιον άραγε;- την ευρωπαΐκότητά του, φτάνοντας ενίοτε σε φαιδρά αποτελέσματα, όπως στο εν λόγω πόνημα.

Φτάνει μάλιστα στο σημείο να παρουσιάσει σαν υπόδειγμα οριενταλισμού τη μελοποίηση κάποιων πτωχοπροδρομικών στίχων, όταν ο Πτωχοπρόδρομος (ή τέλος πάντων οι στίχοι που του αποδίδονται) υπέρασπίζεται ένα εντελώς δυτικό λογοτεχνικό ρεύμα, την επαιτική ποίηση, με πολύ μοναχικό τρόπο μέσα στην ελληνόφωνη γραμματεία της εποχής. Αλλά όπως προείπαμε η γνώση του αντικειμένου δεν είναι προϋπόθεση για τη δημόσια κατάθεση απόψεων. Εκτός βέβαια αν ο Πτωχοπρόδρομος ενοχλεί γιατί ζητάει έλεος από τους δανειστές του…

Καλώς ή κακώς ο Παπακωνσταντίνου έχει συνείδηση αυτού του φαντασιακού διχασμού που αναφέρει ο διδάκτωρ Φιλοσοφίας, τον περιγράφει και τον εκφράζει εκτενώς και αναλυτικά μέσα από το έργο του, προσφέροντας όχι έτοιμες απαντήσεις, όπως απαιτεί ο Πολλάτος αλλά ερωτήματα και τροφή για προβληματισμό. Απάντηση, διέξοδος ή ότιδήποτε παραπλήσιο μπορεί να είναι το ίδιο το έργο του Παπακωνσταντίνου, όχι στατικά βέβαια, αλλά δυναμικά, σε μόνιμο διάλογο με ό,τι προϋπήρξε πολιτιστικά στην Ελλάδα και με όσα γεννιούνται σήμερα. Και σε αυτό το διάλογο το έργο του Παπακωνσταντίνου συμμετέχει δυναμικά και επιδραστικά.

Ο εν λόγω δημιουργός δεν παρουσιάζει κάποια εξιδανικευμένη μορφή της αγροτικής ή της φυσικής ζωής. Η βία, η κλεισούρα των αγροτικών κοινωνιών, η φτώχεια είναι παρούσες στο έργο του, χωρίς εξιδανίκευση και φτιασίδια. Όπως είναι παρούσα η καταστολή, η αγριότητα των πόλεων, η φρίκη των καθιστικών επαγγελμάτων, η μετανάστευση, τα οικολογικά προβλήματα. Για τον συγγραφέα του κειμένου, που είναι κοσμοπολίτης αλλά όχι διεθνιστής, η παραμικρή αναφορά στις τοπικότητες αποτελεί ένδειξη απείθιας στην ηθική της εργασίας που προτείνει. Την ηθική ενός κόσμου χωρίς κάλαντα, χωρίς Πέρσες ποιητές, χωρίς πάθος, αφού όπως φαίνεται είναι εξοβελιστέο, χωρίς « τη θολή, ανεξέταστη αναρχική κοσμοθεωρία από την οποία ο Παπακωνσταντίνου εμπνέεται». Αυτός ο κόσμος όμως είναι η σημερινή επίγεια κόλαση που ζούμε, ο κόσμος του δυτικού μονόδρομου, όπου οι κοινότητες είναι εκτελεστές παράλογων αποφάσεων, οι μεταναστες πνίγονται στα σαπιοκάραβα, οι σπόροι των φυτών έχουν κατοχυρωθεί από επιχειρήσεις και τα τραγούδια του κρασιού πρέπει να περάσουν από επιτροπή διδακτόρων φιλοσοφίας για να εγκριθούν, αλλιώς είναι συντηρητικά και εθνικιστικά και ανήκουν στην αριστερή κυρίαρχη ιδεολογία, όπως μας ενημερώνει ο Πολλάτος. Ευχαριστούμε, δε θα πάρουμε.

Πανόραμα 3 Νοεμβρίου 2015 by Κώστας Αδαμόπουλος on Mixcloud