Δημήτρης Μαρωνίτης, ομιλία στα Ανώγεια το 1979
φωτογραφία Κώστας Ελευθεράκης 1979
Δεν ξέρω γιατί με έχει καταλάβει ένα είδος παραδοσιακής μελαγχολίας ήδη. Ίσως γιατί αισθάνομαι ότι ενώ μαζευτήκαμε για να οργανώσουμε έναν διάλογο, τελικά καταφέραμε και φοβούμαι ότι ως το τέλος –θα συμβάλλω κι εγώ τώρα πια- θα το πάμε με παράλληλους μονολόγους. Αλλά φαίνεται ότι είναι τόσο ισχυρή ακόμη αυτού του τύπου η ελληνική παράδοση –εννοώ των παράλληλων μονολόγων, οπότε θα χρειαστεί πάρα πολύς καιρός για να φτάσουμε σε κάποια φάση που θα μπορούμε να διεκπεραιώσουμε ένα ζωντανό διάλογο. Λυπάμαι πάρα πολύ και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου και για αυτό σχεδόν αναγκαστικά, θα έλεγα καταναγκαστικά, προσθέτω αυτή την εισήγηση που την είχα φανταστεί ως αρχή συζήτησης, την προσθέτω τώρα πια σχεδόν σαν έναν μαρωνίτικο μονόλογο. Ελπίζω να διαψευστεί η μελαγχολία μου αυτή και να δημιουργήσει κάποια συζήτηση το περιεχόμενο αυτών των χαρτιών.
Θα προσπαθήσω να ορίσω το πλαίσιο της αποψινής συζήτησης -πάντα κατά τη γνώμη μου- μεταφέροντας κάπως το κέντρο του βάρους από αυτό που ονόμαζα αρχαιολογία της παράδοσης, που σε αυτό αφιερώσαμε κυρίως τις δύο τούτες ημέρες όλη την προσοχή μας, σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε πια προβληματική σχέσης της παράδοσης με το παρόν, ειδικότερα μάλιστα στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Νομίζω ότι οι προηγούμενες εισηγήσεις, θετικά η αρνητικά, βοήθησαν να διακρίνουμε τρεις φάσεις της παράδοσης: την παράδοση εν ενεργεία, την παράδοση σε κρίσιμο μετασχηματισμό και την παράδοση σε αδράνεια. Προτείνω να μη θεωρήσουμε ως δεδομένο και αυτονόητο ότι σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, λ.χ. σήμερα, το σύνολο της παράδοσης είναι υποχρεωμένο να βρίσκεται η εν ενεργεία ή σε κρίσιμο μετασχηματισμό ή σε αδράνεια, γιατί ενδέχεται –αυτό θεωρώ τουλάχιστον εγώ πιθανότερο ως μη ειδικός- ενδέχεται ένα μέρος του παραδοσιακού συστήματος να βρίσκεται εν ενεργεία, ένα άλλο σε κρίσιμοι μετασχηματισμό και κάποιο τρίτο σε απολιθωμένη αδράνεια. Ένα μικρό παράδειγμα: η διαβίωση εδώ, τρεις μέρες στα Ανώγεια, με έπεισε προσωπικά –δε θέλω σε κανέναν να επιβάλω την άποψή μου- ότι ένα τουλάχιστον στοιχείο της παράδοσης στα Ανώγεια εξακολουθεί να βρίσκεται, θα έλεγα, σε πλήρη ενεργεία και το στοιχείο αυτό συμπίπτει να είναι, κατά την πάρα πολύ χρήσιμη υπόδειξη της κυρίας Νέστορος την πρώτη μέρα, το αξονικό στοιχείο του παραδοσιακού πολιτισμού. Μιλώ για τον προφορικό, αφηγηματικό λόγο. Ακούγοντας τους ανθρώπους εδώ πως μιλούν και πως ακούνε βλέποντας την ψυχαγωγική ευφορία που προκύπτει από αυτό το «δούναι λαβείν» του λόγου και την τρομακτική εκφραστική ευστοχία ανεξαρτήτως παιδείας –εγώ τουλάχιστον έχω πειστεί ότι ο προφορικός λόγος μέσα στα Ανώγεια βρίσκεται ακόμη ως παραδοσιακό στοιχείο σε ενέργεια. Προς έρευνα είναι για άλλους αρμοδιότερους από εμένα να αποφανθούν έστω και εμπειρικά αν το ίδιο συμβαίνει με τη μουσική και το χορό, την υφαντική, την αρχιτεκτονική στα Ανώγεια και οτιδήποτε άλλο.
Οι προηγούμενες εισηγήσεις, κυρίες και κύριοι, υπαινίχθηκαν ότι όταν μιλούμε για παραδοσιακό σύστημα και πολιτισμό πρέπει να διακρίνουμε σαφώς δύο πόλους – το είχε τονίσει από την αρχή ο κος Χατζιδάκις με πάρα πολλή έμφαση, σε υποκειμενικό τόνο- αντικειμενικοποιώ τώρα κάπως τα θέματα. Να διακρίνουμε τον εσωτερικό, συγγενή χώρο της παράδοσης και το χώρο του μελετητή ή του χρήστη της παράδοσης. Η παράδοση καθεαυτή –ελπίζω να μη με διαψεύσει η κα Νέστορος- έχει τα δικά της υποκείμενα και αντικείμενα που την παράγουν, την προάγουν, τη μετασχηματίζουν και ενδεχομένως την εξηγούν σε κάποια φάση ιστορική. Πάντως τα υποκείμενα μιας εν ενεργεία παράδοσης φαίνεται να μην έχουν μιλήσει ποτέ τα ίδια για παράδοση και φαίνεται πως και αυτά ποτέ δεν προβληματίστηκαν και για την τύχη της παράδοσης ή για την αποδοχή ή την απόρριψη της παράδοσης από τη μη παραδοσιακό πληθυσμό. Ο όρος παράδοση, η αγωνία για τον επιστημονικό αρχειακό θησαυρισμό της ή για τον ενοφθαλμισμό της στη σύγχρονη ζωή ή την απόρριψή της από τη σύγχρονη ζωή, αυτή η αγωνία είχε τονιστεί κιόλας, το κωδικοποιώ τώρα, απολύτως δική μας υπόθεση είτε βρισκόμαστε στο στρατόπεδο των μελετητών είτε βρισκόμαστε στο χώρο των χρηστών της παράδοσης.
Όσο για τη χρήση της παράδοσης που μας αφορά, ήδη ο κύριος Ηλιού μας βοήθησε να μπορούμε να διακρίνουμε, τουλάχιστον εφεξής, για καθαρά μεθοδολογικούς λόγους μια χρήση επιστημονική της παράδοσης, μια χρήση καλλιτεχνική και μια χρήση –ας χρησιμοποιήσω τον όρο το γλωσσικό τον πολύ ορθό που προτάθηκε με έναν πολύ κακόζηλο όρο- μια χρήση ιδεολογικοπολιτική. Όσο κι αν η ιδεολογική χρήση της παράδοσης κατευθύνει ή επιχρωματίζει τις δύο άλλες όψεις, κατά τη γνώμη μου πρέπει να συντηρηθεί για μια συζήτηση αυτή η τριπλή διαίρεση σε χρήση επιστημονική, χρήση καλλιτεχνική και χρήση ιδεολογική της παράδοσης. Αλλιώς κινδυνεύουμε να κάνουμε επιμιξίες και παρεξηγήσεις εύκολες ή να συναγάγομε γενικά συμπεράσματα πάρα πολύ νωρίς. Ελπίζω ότι δεν παρερμηνεύω τους ανθρώπους. Εκείνοι που οργάνωσαν τη συζήτηση αυτή, κατεξοχήν ενδιαφέρονται για την καλλιτεχνική χρήση της παράδοσης. Να σας πω την αλήθεια κι εγώ για αυτήν κυρίως ενδιαφέρομαι ή με αυτή την προσδοκία και αυτό το ενδιαφέρον ήρθα στο συνέδριο. Από όλες τις εισηγήσεις που ακούσαμε, φοβούμαι ότι ελάχιστες συνέβαλαν -κατευθείαν τουλάχιστον- προς την κατεύθυνση αυτή. Πρέπει λοιπόν τη λίγη ώρα που μας μένει, αν γίνει κάποια συζήτηση, η συζήτηση να επικεντρωθεί σε αυτό το επίμαχο κέντρο.
Στο εσωτερικό αυτής της καλλιτεχνικής εν πάσει περιπτώσει χρήσης, θα μπορούσαν να διακριθούν, γιατί υπάρχει λόγος κατά τη γνώμη μου να διακριθούν, η λογοτεχνία από τις καλές τέχνες και οι καλές τέχνες από την ψυχή. Η λογοτεχνία προς το παρόν τουλάχιστον, αγνοήθηκε όπως είδατε ως επίσημο θέμα στο συμπόσιο. Της αφιερώνεται αυτή η συζήτηση. Η δική μου συμβολή είναι εντελώς σχηματικά να υπομνήσω την ιστορία και τις περιπέτειες της λογοτεχνίας σε σχέση με τη νεοελληνική παράδοση. Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η λογοτεχνία μας προβληματίστηκε νωρίτερα από όλες τις άλλες τέχνες ως προς τη σχέση της με την παράδοση, τουλάχιστον κατά το 19ο και 20ο αιώνα, σε σημείο μάλιστα όπου μπορεί κανείς σχεδόν αυθαίρετα να υποστηρίξει ότι τις επιλογές της λογοτεχνίας ως προς το κρίσιμο αυτό θέμα καθόρισαν επίσης την πορεία και των άλλων τεχνών, οι οποίες ή συνέτρεξαν μαζί της ή έτρεξαν από πίσω της.
Θα μπορούσε κανείς να σχηματοποιήσει λιγάκι τις σχέσεις λογοτεχνίας και παράδοσης κατά τον περασμένο αιώνα και ως τις μέρες μας, χρησιμοποιώντας με τρόπο εντελώς δημαγωγικό μεγάλα ονόματα ως σταθμούς. Ένας τέτοιος σταθμός πιστεύω είναι ο Σολωμός και η Επτανησιακή σχολή. Εδώ έχουμε μια σχέση που μπορεί σχηματικά να προσδιοριστεί ως εξής: αποδοχή της δημοτικής γλώσσας, εκμετάλλευση του δημοτικού τραγουδιού αλλά και της κρητικής λογοτεχνίας στο σύνολό της και ταυτόχρονα προσπάθεια συντονισμού της ελληνικής ποιητικής παραγωγής με σύγχρονα ποιητικά πρότυπα. Το ιδανικό του επώνυμου καλλιτέχνη μέσα σε αυτόν κύκλο είναι –για να χρησιμοποιήσουμε ορολογία του Σολωμού χρησιμοποιημένη για άλλο κεφάλαιο, αλλά υποθέτω εύστοχη και για εδώ- είναι να φτάσουμε σε είδος μεικτό αλλά νόμιμο. Αν θέλουμε σώνει και καλά να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα αξιολογικό, θα έλεγα ότι πρόκειται σαφώς για κάποια συλλογή ιδεολογικά προοδευτική και ποιητικά ρομαντική.
Ο επόμενος κύκλος, ο οποίος χρονικά είναι παράλληλος και ακολουθεί λίγο ως πλήρης αντίθεση, είναι αυτό που ονομάζουμε στην ιστορία της λογοτεχνίας μας Αθηναϊκή Σχολή. Εδώ απορρίπτεται η ελληνική γλώσσα και η παραδοσιακή νεοελληνική ποιητική παραγωγή. Γίνεται προσπάθεια να χλευαστεί το νεοελληνικό παραδοσιακό σύστημα και γίνεται και επίκληση –ψευδοεπίκληση ή επίκληση ενός ψευδοπαραδοσιακού συστήματος, το οποίο ονομάζεται για την περίπτωση και για την κατανάλωση «κλασικό», «κλασικιστικό», «αρχαιοελληνικό» κ.τ.λ.. Κατά τα άλλα έχουμε και εδώ μια συμμόρφωση των λογοτεχνών αυτού του κύκλου στα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα, όσο γίνεται πιο τυπολατρικοί και λιγότερο εκπληκτικοί, τέτοια δηλαδή που να μας εκπλήσσει. Επιλογή αντιδραστική κατά βάση και παρά ταύτα ρομαντική.
Περνάμε στον επόμενο κύκλο με τον Ψυχάρη, τον Παλαμά και τους επιγόνους. Εδώ θα έλεγα ότι έχουμε μια χρήση της παράδοσης εντονότερα λαογραφική και εντονότατα –ευτυχώς ή δυστυχώς (εξαρτάται από το πώς το βλέπει κανείς το πράγμα)- αγωνιστική. Πάντως σε αυτή την περίοδο κατά τη γνώμη μου, ελπίζω να μη με διαψεύσει η κα Νέστορος, κατά κάποιο τρόπο εξιδανικεύεται ο λαϊκός πολιτισμός και μαζί του το δημοτικό τραγούδι, ενώ ταυτόχρονα έχουμε ένα νέο στοιχείο, που ανακαλύπτεται και προστίθεται στην παράδοση, μέσα στη λογοτεχνία πια, το Βυζάντιο και ξαναγυρίζει στην κοίτη της λογοτεχνίας ο Σολωμός και μαζί του ένας παράξενος σύντροφος, ο Κάλβος. Από τα ευρωπαϊκά ρεύματα, πλάι στο ρομαντισμό τρέχουν τώρα ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός. Η επιλογή είναι σαφέστατα φιλελεύθερη στο σύνολό της, αλλά και χαρακτηριστικά εθνοκεντρική.
Και φτάνουμε στη γενιά του ’30 –ίσως την πιο επίμαχη γενιά για το θέμα που συζητούμε. Η γενιά του ’30 είναι για το θέμα που συζητούμε ένας κατ’ εξοχήν αντιφατικός συνδυασμός. Επιδιώκει στο χώρο της λογοτεχνίας το επαναστατικά νεωτερικό, μια νεωτερική ποίηση, η οποία εξ’ ορισμού απορρίπτει κάθε τι από το παρελθόν. Επομένως όσα ακούστηκαν με σημερινά κριτήρια ως ταυτότητα μεταξύ παραδοσιακού και νεωτερικού δεν ισχύουν τουλάχιστον για τις αρχές αυτές τις γενετικές, που μας απασχολούν εδώ. Επομένως η γενιά του ’30 βασικά κάνει κάτι πάρα πολύ περίεργο. Σχεδόν αντιφατικό. Υποδέχεται μέσα στη λογοτεχνία το μοντερνισμό και το νεώτερο πνεύμα με όλη την ιδεολογία του ή με τη μισή ή με το 1/3 ή με το 1/100 της επαναστατικής αυτής ιδεολογίας, ενώ στο μεταξύ ανανεώνει τη θέση της απέναντι στη νεοελληνική παράδοση. Για να άρει αυτή την αντίφαση συνδυασμού επαναστατικά νεωτερικού και πολιτικά παραδοσιακού, επινοεί αυτό που αργότερα ονομάστηκε ελληνικότητα. Καλύπτοντας έτσι τα πράγματα και περιλαμβάνοντας μέσα στην ελληνικότητα της τέχνης, αυτό που θα ονόμαζα αρχαίος μεσαιωνικός ελληνικός και νεοελληνικός κόσμος ως γεωγραφία, ιστορία και τέχνη. Μέχρι εκεί δε διακρίνει –και αυτό είναι το πολύ βασικό χαρακτηριστικό για το θέμα που συζητάμε- πια η γενιά του ’30 έτσι μαχητικά τη λαϊκή ή τη δημώδη παράδοση από τη λόγια παράδοση. Χρησιμοποιεί ισότιμα σχεδόν, προκειμένου να εκτιμήσει ό,τι υπάρχει πίσω της, και τη λόγια παράδοση, ας πούμε τον Καβάφη ή το Σικελιανό, και τη δημοτική παράδοση, ας πούμε το δημοτικό τραγούδι. Την ενδιαφέρει και ο Μακρυγιάννης, που κατά κάποιο τρόπο πεζογραφικά είναι ένα όριο για τη νεοελληνική παράδοση, την ενδιαφέρει φυσικά και ο Κάλβος. Αυτό που ζητάει η γενιά του ’30 προφανώς μέσα στον παραδοσιακό χώρο, λαϊκό ή λόγιο, είναι στοιχεία που φαινόταν να τα ζητάει ο κύριος Χατζιδάκις προχθές κατά τη συζήτηση των μουσικών θεμάτων. Μέσα στο παραδοσιακό έργο, η γενιά του ’30 ζητά δραστική, θα έλεγα εντατική, αντιρητορική έκφραση και προπαντός ένα είδος προδρομικότητας στοιχείων για τη νεωτερική τέχνη, την οποία η ίδια βασικά αποδέχεται. Μπορεί να αποδείξει λ.χ. ότι ένα δημοτικό τραγούδι έχει έναν τολμηρότατο συνδυασμό μεταφοράς που μπορεί να επιβεβαιώνει τις επιλογές μεταφοράς που κάνει η νεότερη ποίηση. Είναι πανευτυχής ο μελετητής του παραδοσιακού υλικού.
Το πράγμα προχωρά περισσότερο, κυρίες και κύριοι, κατά τη γνώμη μου. Νομίζω ότι η γενιά του ’30 εντελώς συνθηματικά, δίχως πολλές συνεννοήσεις, αλλά παρά ταύτα μέσα σε ένα κύκλο υποθέτω, αντιμετωπίζει την ελληνική παράδοση λιγότερο πια ως θεματογραφία και αναζητεί ένα ήθος, προσπαθώντας με αυτόν τον αντιφατικό –φαινομενικά έστω- συνδυασμό μοντέρνου και παραδοσιακού στοιχείου, να στήσει ένα λογοτεχνικό και μαζί ιδεολογικό σύστημα που να την εκφράζει. Δεν ενδιαφέρεται για μεμονωμένες μόνο χειρονομίες η γενιά αυτή, ενδιαφέρεται να σχηματίσει ένα σύστημα αισθητικό -δε μου αρέσει εμένα ο όρος- λογοτεχνικό και ιδεολογικό, το οποίο να συστεγάζει λίγο-πολύ όλα τα πρόσωπα και όλους τους φορείς.
Στο εσωτερικό αυτής της γενιάς υπάρχουν πολλοί λογοτέχνες που μεταξύ τους διαφοροποιούνται και δεν καταργείται, νομίζω, ο κοινός παρονομαστής. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Ρίτσος μπορεί μεταξύ τους πάρα πολύ να διαφέρουν χωρίς ωστόσο να καταλύουν αυτόν τον κοινό παρονομαστή. Θα μπορούσε να συζητηθεί -και το αφήνω για τη συζήτηση- ως οδηγητική ιδιαίτερα για το θέμα που μας απασχολεί, η επιλογή του Σεφέρη, όπου έχουμε μια χαρακτηριστική μετριοπαθή στάση του και απέναντι στο επαναστατικά μοντέρνο που έρχεται από τη νεωτερική ποίηση και απέναντι στο προβεβλημένο από την παράδοση. Ο Σεφέρης είναι ο λιγότερο ελληνικός από την άποψη αυτή μέσα στην ελληνικότητα που εκφράζει η γενιά του ’30, της οποίας αν θέλαμε να βγάλουμε ένα ποιητή εντελώς μέσα στο πνεύμα, θα λέγαμε τον Ελύτη από μιαν άποψη και από μια άλλη άποψη –κατά την εκτίμησή μου- ο Εγγονόπουλος. Ο Ρίτσος παίρνει άλλη κατεύθυνση για άλλους λόγους. Ο Εμπειρίκος βάζει ένα στοιχείο παγκοσμιότητας και άλλους παράγοντες μέσα στην ποίησή του, με το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει κάποιο μείγμα συνθετότερο. Του Σεφέρη η προσπάθεια, αν πρέπει να χαρακτηριστεί σε σχέση με το θέμα που μας ενδιαφέρει, θα έλεγα πως είναι μια προσπάθεια να βγει στο φως από το δεδομένο ήθος του ελληνισμού ένα πικρό και τραγικό ήθος της ρωμιοσύνης. Τη γενιά αυτή, τη δεκαετία του ’30, του ’40, την παρακολουθούν και οι εικαστικές τέχνες, την παρακολουθούν και την υποστηρίζουν ή και την παρακινούν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης και ένα σωρό άλλα ονόματα και νομίζω ότι λείπει από αυτό το τερέν εντελώς η αντίστοιχη μουσική, η οποία κατά περίεργο τρόπο έρχεται με καθυστέρηση μιας δεκαετίας.
Περνώ -για να κλείσω- στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Χάρηκα αυτού του είδους το συναισθηματικό τόνο της δεσποινίδος για τη γενιά της. Θα συμφωνήσω κατά βάση με τις διαπιστώσεις σας ή μάλλον με τις εξομολογήσεις σας, κάνοντας τες κάπως περισσότερο διαπιστώσεις. Νομίζω ότι στη μεταπολεμική λογοτεχνία σχεδόν μπορούμε να μιλήσουμε για ρήξη των λογοτεχνών, τουλάχιστον με το μοντέλο της ελληνικότητας της γενιάς του ’30. Εδώ τώρα οι προσανατολισμοί οι άλλοι -και ο πολιτικός και ο υπαρξιακός- φαίνεται να μην ευνοούν καθόλου τη χρήση της παράδοσης ως ελληνικότητας με τη μορφή ενός γενικού συστήματος και αντίθετα φαίνεται να ευνοούν αυτό που περίπου περιέγραψε, όπως το περιέγραψε, συνοπτικά ο κος Μουσελάς: ένα είδος ανάπτυξης ατομικού πια διαλόγου με οποιαδήποτε μορφή παράδοσης. Ο ατομικός διάλογος μπορεί να καταλήγει σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα, λ.χ. από την άποψη αυτή η σύγκριση μεταξύ Αναγνωστάκη και Άρη Αλεξάνδρου δίνει εντελώς διαφορετικά εξαγόμενα, όπως η σύγκριση μεταξύ Σινόπουλου και Σαχτούρη δίνει επίσης διαφορετικά εξαγόμενα και για να περάσω στους νεότατους, η σύγκριση Πούλου και Δημητριάδη που βρίσκονται εδώ μέσα, δίνει επίσης εντελώς διαφορετικά εξαγόμενα. Πάντως σε όλους σχεδόν ο διάλογος πια με την παράδοση δεν παίρνει τη μορφή προσπάθειας για τη συνέχεια ή την αντικατάσταση ενός μοντέλου ελληνικότητας, ενός συστήματος ελληνικότητας, με ένα άλλο, αλλά παίρνει αυτή την κάπως δραματική μορφή του ατομικού διαλόγου, εντατικού, ασθενούς, πρόχειρου, βαθιού, ανάλογα με το πόσο βαθύς, πρόχειρος, ατενής ή εντατικός είναι ο καθένας.
Συμπέρασμα, κυρίες και κύριοι, η παράδοση για τη σημερινή λογοτεχνία, λαϊκή και λόγια, μπορεί να εκτιμηθεί αναμφισβήτητα και από εμάς σήμερα. Εκτιμάται δηλαδή –μιλώ πάντα για τη λογοτεχνική πλευρά- ως αρχειακό υλικό από το οποίο ο καθείς ερεθίζεται κατά την κρίση του και τα γούστα του, προκειμένου να δημιουργήσει μέσα στο χώρο της λογοτεχνίας. Δεν ξέρω αν πρέπει να πούμε ευτυχώς ή δυστυχώς, πάντως στο χώρο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας δε νομίζω ότι έχουμε το ανάλογο λ.χ. ενός Θεοδωράκη ή ενός πρώιμου Χατζιδάκι. Στο χώρο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας τα πράγματα λειτουργούν σε σχέση με τη χρήση της παράδοσης διαφορετικά στη λογοτεχνία τη μεταπολεμική πια. Εδώ σταματώ και παρακαλώ αν δημιούργησα με όσα είπα κάποια όρεξη για συζήτηση, τουλάχιστον στο βαθμό που θα υπάρξουν ερωτήσεις που θα με αφορούν, να μην ξεπεράσουν το πλαίσιο που ο ίδιος χάραξα. Θα μπορούσα να απαντήσω σε ερωτήσεις που βρίσκονται μέσα στο πλαίσιο της εισήγησής μου. Για τα παρακάτω κρίνω τον εαυτό μου και ανέτοιμο και αναρμόδιο.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.