Πανόραμα

Written by Kostas Adamopoulos on . Posted in Πανόραμα

milorad-pavic-predeo-slikan-cajem_slika_o_3914076

Σήμερα, στην εκπομπή Πανόραμα με τον Κώστα Αδαμόπουλο, το Αστείο για τον Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς Ράζιν, ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μίλοραντ Πάβιτς Τοπίο ζωγραφισμένο με τσάι, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ηρόδοτος, σε μετάφραση Γκάγκα Ρόσιτς.

Μουσική συνοδεία: Yann Tiersenn, Виктор Кнушевицкий, Messer chups, Boban Marković Orkestar, Tom Waits, Jackie Mittoo, Little Annie & Paul Wallfisch, Αντώνης Ανισέγκος & Θύμιος Ατζακάς, Debout Sur Le Zinc, Brian Eno, Hior Chronik, Gravity Says_i

Όπως κάθε μεσημέρι από τις 3 μέχρι τις 4 στο αυτοδιαχειριζόμενο www.metedeftero.gr

Πανόραμα 11 Ιανουαρίου 2016 by Κώστας Αδαμόπουλος on Mixcloud

1. Yann Tiersenn – L’autre valse d’Amélie
2. Виктор Кнушевицкий – Концертный вальс
3. Messer chups – Sentimental Doublebass
4. Boban Marković Orkestar – Hava naguila
5. Tom Waits – Gospel Train
6. Jackie Mittoo – Whiter Shade Of Pale
7. Little Annie & Paul Wallfisch – Private Dancer
8. Αντώνης Ανισέγκος & Θύμιος Ατζακάς – ιαστηματα
9. Debout Sur Le Zinc – En attendant
10. Brian Eno – Circus Mathematics
11. Hior Chronik – We are all snowflakes
12. Gravity Says_i – Objects In Mirror Are Closer Than They Appear

Τον καιρό του Στάλιν ζούσε στη Μόσχα ένας φημισμένος μαθηματικός. Λεγόταν Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς Ράζιν, κάποτε ήταν όμορφος άντρας και καλός τραγουδιστής, τώρα χαμένος για το τραγούδι, είχε στόμα γεμάτο ξερά δόντια και κρατούσε το χαμόγελό του σαν τη μπουκιά στο αριστερό μισό του σαγονιού του. Όπως γίνεται καμιά φορά, άλλοι χρησιμοποίησαν τις αποτυχίες των εχθρών του στο επάγγελμά του, ενώ από τις δικές του αποτυχίες επωφελήθηκαν οι φίλοι του. Από παλιά, ήδη στο πανεπιστήμιο, ζωηρός ακόμα, αλλά έχοντας ήδη το ένα πόδι του στα γεράματα, του άρεσε να λέει: τώρα, κάθε πιτσιρικάς είναι πενήντα χρονών! Εντελώς αδέξιος στις καθημερινές δουλειές, ο πατέρας του δικού μας Αθανάσιου Σβίλαρ ζούσε έξω από τον κόσμο και ήταν τόσο απασχολημένος με τα μαθηματικά του που στη Μόσχα επαναλάμβαναν τις παρομοιώσεις του, όπως για παράδειγμα: “Το καλό κρασί πρέπει να αφήσει μέσα στο στόμα την πικρή γεύση του μαθηματικού λάθους.”

Λοιπόν, αυτό τον Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς Ράζιν επισκέφτηκε ένα πρωί στο γραφείο του ένας εντελώς άγνωστος άνθρωπος. Κρατούσε στα χέρια του κάρτες φτιαγμένες σαν απομίμηση από εικόνες. Έριξε αμέσως τις κάρτες στο τραπέζι του Ράζιν. Η πρώτη έδειχνε τον άγιο Νικόλαο. Έπειτα ήρθαν η αγία Παρασκευή, ο άγιος Ηλίας ο Κεραυνός και στο τέλος το Περιστέρι. Ο επισκέπτης, πολύ νέο άτομο, είπε τότε, δήθεν αδιάφορα, με το βλέμμα βυθισμένο στις κάρτες, ότι η μεγάλη παγκόσμια επιστημονική φήμη του καθηγητή δημιουργούσε υποχρεώσεις σε όλους, ακόμα και στον ίδιο τον Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς. Αμέσως μετά, συμβούλεψε τον Ράζιν να μπει στο κομμουνιστικό κόμμα. Μάζεψε με μια κίνηση όλες τις κάρτες από το τραπέζι, εκτός από τον άγιο Νικόλαο, και είπε πλησιάζοντας τον Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς:

“Κάθε ιστορία πρέπει να την αφήνουμε να μένει λιγάκι. Εάν φουσκώσει τη νύχτα σαν τη ζύμη για ψωμί, είναι καλή. Αυτή, η δική σου, έχει μείνει και τώρα πρέπει να ψηθεί. Αυτό θα είχε παγκόσμιο ενδιαφέρον”

Ο καθηγητής έλεγε ότι δεν καταλάβαινε από τέτοια πράγματα, ότι ήταν ήδη ηλικιωμένος, ότι το χρόνο του τον ξόδευε για τα σχέδια του ινστιτούτου, όμως όλα ήταν άδικα. Ο επισκέπτης καθάρισε δυνατά το λαιμό του, ήθελε να φτύσει χάμω στο δωμάτιο, άλλαξε γνώμη, κατάπιε το σάλιο του, αλλά δεν άντεξε και πασάλειψε με το πόδι του στο πάτωμα εκείνο το φανταστικό φλέγμα.

“Θα τα υπολογίσουμε αυτά”, πρόσθεσε. “Εμείς δε σκοτώνουμε το χρόνο κανενός. ‘Έχουμε τι να σκοτώσουμε.”

Πήρε τον άγιο Νικόλαο και έφυγε.

Ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς έγινε μέλος του κόμματος και σύντομα πήρε πρόσκληση για την πρώτη συνάντηση. Ήρθε να τον πάρει ο θυρωρός από το πανεπιστήμιο, αυτός ο ανθρωπάκος που το αριστερό του μάτι πάντα έκλαιγε, συνομήλικος του καθηγητή και μπορούμε να πούμε φίλος του. Μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο καρέκλες και τόσο πυκνό καπνό που μπορούσες να τον χτενίσεις. Κάθισαν και άρχισε η συνεδρίαση. Ο καθηγητής, που η μεθοδικότητα και η ταχύτητά του ήταν επαγγελματικές, άρχισε αμέσως να σημειώνει κάθε λέξη. Κουνούσε την άκρη του ποδιού του μέσα στην κάλτσα του και έγραφε. Έτσι έκανε και στις δύο επόμενες συναντήσεις που πήγε και ύστερα ζήτησε το λόγο. Στο μεταξύ, καταλαβαίνοντας τι περίμεναν εκείνη τη στιγμή από την οργάνωση στην οποία ήταν μέλος, στο σπίτι του έφτιαξε ένα πρόγραμμα με τα απαραίτητα μέτρα που ήταν ανάγκη να εφαρμοστούν αν ήθελαν να πετύχουν τον επιθυμητό στόχο. Εκείνος, ως μαθηματικός, ήξερε ότι κάθε μέρα ομορφιάς στη ζωή πληρώνεται με μια μέρα ασχήμιας και είχε μεταφέρει όλα τα συμπεράσματα του σε μαθηματικούς νόμους, οι οποίοι, με την αναμφίβολη λογική των αριθμών, επιβάλλονταν ως αδιαμφισβήτητες λύσεις.

Πριν να φτάσει πήρε ένα πιροσκί στο δρόμο, γιατί πεινούσε από τη δουλειά, το έχωσε στην τσέπη του και μπήκε στο γνωστό διάδρομο. Βέβαια, είχε καταλάβει ότι την απογραφή του μέλλοντος την είχαν βγάλει από το υπόγειο του παρελθόντος: από εκεί έφερναν τα βαριά φορτία των ήδη ξεχασμένων, ξοδεμένων και σάπιων πραγμάτων στην καινούργια αποθήκη που ακόμα δεν την είχαν χρησιμοποιήσει. Και όλα αυτά τα είπε στη συνάντηση με τη δική του γλώσσα των αριθμών που δεν είχε χαλάσει, τονίζοντας ότι εκείνο το οποίο ψάχνουν ο σύντροφος Α από την επιτροπή και η συντρόφισσα Β από τις βοηθητικές υπηρεσίες δε μπορεί να δώσει το αποτέλεσμα Γ (όπως περιμένουν) αλλά το Υ, και έτσι, για να έχουν το επιθυμητό Γ, είναι ανάγκη και λογικό να αλλάξουν ακριβώς εκείνο το οποίο αυτοί… Τέλος πάντων όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο πρέπει να είναι χειρότερος απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλιώς δε βγαίνει η δουλειά.

Σ’ αυτό το σημείο, στη μέση της φράσης του, τον διέκοψε μια φοβισμένη φωνή:

“Συγνώμη, σύντροφε καθηγητή, μου δίνετε ένα κομμάτι πιροσκί;”

Από την τσέπη του καθηγητή μύριζε καταπληκτικά το πιροσκί με το κρεμμύδι και τώρα κάποιος του το ζητούσε.

Ο Ράζιν μπερδεύτηκε λιγάκι, έβγαλε το πιροσκί, το έδωσε στο θυρωρό (γιατί αυτός του το ζητούσε), αλλά η εντύπωση είχε χαλάσει. Ενώ ο καθηγητής μπερδεμένος συμμάζευε το τέλος της ομιλίας του, ένα χέρι τράβηξε την άκρη του παλτού του και τον ανάγκασε να καθίσει. Ήταν πάλι ο θυρωρός.

“Έχετε χρήματα;” του ψιθύρισε, μόλις ο καθηγητής βρέθηκε στο κάθισμα δίπλα του.

“Ορίστε;”

“Έχετε χρήματα μαζί σας Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς;”

“Κάτι λίγα…, αλλά, γιατί;”

“Μη ρωτάτε τίποτα. Πάρτε αυτό, αλλά να μη το δει κανείς… Εδώ έχετε τριάντα ρούβλια. Και ακούστε με προσεκτικά. Μιλάω για το καλό σας. Από εδώ, μην πάτε καθόλου σπίτι. Μα καθόλου σπίτι. Ποτέ πια. Με τίποτα. Πηγαίνετε κατευθείαν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Ρίγκας ή σε κάποιον άλλο και πάρτε το πρώτο τρένο που θα έρθει. Όποιο και να ‘ναι. Και μην κατεβείτε μέχρι να σταματήσει το τρένο στον τελευταίο σταθμό. Όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο. Τότε, κατεβείτε. Και μη λέτε σε κανέναν ποιος είστε. Μετά, όπως θελήσει ο Θεός… Το σκοτάδι θα είναι η στέγη σας και ο αέρας το πρωί σας. Πηγαίνετε τώρα…”

Και ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς, ο οποίος δεν ήξερε πολλά για τα πράγματα αυτού του κόσμου, έβαλε τη χλένη του, ραμμένη με βάτα, και άκουσε το φίλο του.

Την τρίτη μέρα του ταξιδιού του, ήδη εντελώς πεινασμένος, βουτηγμένος στο πρωινό τοπίο, που έμοιαζε σαν να ήταν ζωγραφισμένο με κρασί στο παράθυρο του τρένου, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και βρήκε το πιροσκί. Το ίδιο πιροσκί που του το ζήτησε ο θυρωρός και που του το ξαναέβαλε κρυφά στην τσέπη. Τώρα, του ήρθε σαν σκούφος στο κεφάλι φαλακρού. Μα, μόλις το δάγκωσε, σφύριξε το τρένο, και το σφύριγμα τρύπησε τη μπουκιά στο στόμα του. Κατέβηκαν όλοι. Ήταν ο τελευταίος σταθμός. Ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς σκέφτηκε με φόβο: ο Ρώσος ευχαριστιέται μόνο όταν είναι σε ταξίδι. Μετά βγήκε και βούλιαξε μέσα στην απέραντη ησυχία, η οποία, από τη Μόσχα ως εδώ, μεγάλωνε σε κάθε χιλιόμετρο που περνούσαν. Περπατούσε στα χιόνια, που ήταν βαθιά όσο και η ησυχία, και έβλεπε τα σπίτια που κρέμονταν από τους ακίνητους καπνούς τους που ήταν στερεωμένοι στον αόρατο ουρανό, όπως οι καμπάνες στο καμπαναριό τους. Αλυσοδεμένος στην παγωνιά, κάποιος σκύλος γάβγιζε βραχνά. Στεκόταν στο κλαδί ενός δέντρου σαν πουλί, γιατί η αλυσίδα του ήταν πολύ κοντή για να μπορέσει να ξαπλώσει χάμω στο χιόνι.

Ο Ράζιν κοίταξε γύρω του. Δεν είχε που να πάει και δεν ήξερε τι να κάνει. Όλα ήταν σκεπασμένα με χιόνι. Και στη Ρωσία εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν ταβέρνες, ούτε στη Μόσχα, πολύ περισσότερο εδώ, όπου από τον άνθρωπο μένουν μόνο τα παγωμένα αυτιά του, Είδε δίπλα σε μια πέτρα ένα ακουμπισμένο φτυάρι και χωρίς να σκεφτεί τίποτα, απλώς για να ζεσταθεί, το έπιασε και άρχισε να καθαρίζει το χιόνι.

Επειδή έκανε όλο και πιο πολύ κρύο, τόσο πολύ που δεν έπρεπε να γλείφεις τα χείλη σου για να μην κολλήσουν, και επειδή ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς ήταν ακόμα δυνατός και συστηματικός όπως πάντα, η δουλειά προχωρούσε με τον καλύτερο τρόπο. Έβγαλε όχι μόνο στην άκρη ενάμιση μέτρο ψιλό χιόνι, ανοίγοντας το δρόμο προς το σπίτι από το οποίο είχε ξεκινήσει, αλλά τώρα, άρχισε να καθαρίζει και την κεντρική διασταύρωση, κάτω από την ορθή γωνία. Στο μεταξύ έβγαλε το συμπέρασμα ότι η αιωνιότητα και το απέραντο δεν είναι συμμετρικά και διασκέδαζε προσπαθώντας να επαληθεύσει αυτή τη σκέψη με μαθηματικό τρόπο. Καθάριζε τις στίβες του χιονιού από κάποιο μαγαζί και στη βιτρίνα είδε μια αγγελία που μόλις φαινόταν. Φύσηξε το τζάμι και διάβασε:

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΑΚΤΙΝΟΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Το ραντεβού κλείνεται εφτά μέρες μπροστά. Κάνουμε γενική πρόβα. Ζητούνται οι πιο πετυχημένες ραδιογραφίες ονείρων, όλων των μεγεθών, έγχρωμες ή ασπρόμαυρες. Οι πιο καλά φωτογραφημένες μνήμες, με δυνατότητα να παρουσιαστούν στην τηλεόραση, θα βραβευτούν. Οι μαγνητοσκοπημένες σκέψεις των παιδιών εξαγοράζονται σε εξαιρετικά καλή τιμή και διανέμονται σε συλλέκτες και σε κλειστά βιντεοσυστήματα.

Ο Ράζιν μπερδεύτηκε, αισθάνθηκε σαν κάτι να του αφαιρούσε από το πρόσωπο τα φρύδια, τα μουστάκια και τα αυτιά του. Αλλά ακριβώς τη στιγμή που πήγε να βάλει το χέρι του στην πετούγια, πρόσεξε ότι από κάτω απ’ αυτή την απίθανη αγγελία κάποιος είχε προσθέσει με μολύβι:

Το μαγαζί είναι κλειδωμένο καλά.

Ο Ράζιν γέλασε χαλαρωμένος, αλλά η παγωνιά μπήκε βαθιά στο στόμα του και συνέχισε γρήγορα τη δουλειά του.

Οι ντόπιοι κατάλαβαν αμέσως ότι είχαν μπροστά τους τον καλύτερο καθαριστή χιονιού από τότε που χιόνιζε σ’ αυτά τα μέρη, και τον έστειλαν κατευθείαν στη δημαρχιακή ομάδα για την καθαριότητα στους δρόμους της πόλης. “Ένας άγνωστος άνθρωπος εμφανίστηκε από την έρημο” είπαν “αλλά ξέρει από φτυάρι”. Του έδωσαν τσάι, ζάχαρη και κουταλάκι, τρυπημένο και με στραβωμένο χερούλι, είναι αλήθεια, σαν κάποιος να ήθελε να στίψει με τεράστια δύναμη αυτό το χερούλι για να βγάλει κάτι, κάτι σαν δάκρυ λίγο τσάι ή μια σταγόνα βούτυρο. Εν πάση περιπτώσει, ζεστάθηκε δίπλα στη σόμπα, ρούφηξε λίγο τσάι και ξαφνιάστηκε. Ήταν το γνωστό λευκό τσάι που πουλιόταν στην τσαρική Ρωσία δέκα αργυρά ρούβλια η οκά, και τα σκυλιά που τα πότιζαν μ’ αυτό το τσάι αγρίευαν τόσο πολύ που έσκιζαν ό,τι άρπαζαν. Αλλά δεν πρόλαβε ούτε να αναρωτηθεί από που αυτοί εδώ είχαν τέτοιο τσάι και ξαναβρέθηκε στο χιόνι, αυτή τη φορά στη μέση της μαύρης ομάδας των οδοκαθαριστών της πόλης. Άκουσε για μια στιγμή το μήνυμα της ησυχίας που μόλις τελείωνε και συγκεντρώθηκε ακόμα πιο πολύ στο χιόνι, καταλαβαίνοντας ότι το βράδυ θα του πρόσφεραν και χώρο να κοιμηθεί μαζί με τους άλλους.

Και έτσι ξεκίνησε η καινούργια ζωή του. Έπλενε τις κάλτσες του με χιόνι, έπινε τσάι από χιόνι και καθάριζε το χιόνι με τέτοιον τρόπο που ως το τέλος του χειμώνα τον χαρακτήρισαν ως τον καλύτερο της βάρδιας. Ξυπνούσε με τα αποτυπώματα του αυτιού του πάνω στη βρεγμένη από τα δάκρυα και τις μύξες πετσέτα, την οποία χρησιμοποιούσε αντί για μαξιλάρι, και καθάριζε με μανία το χιόνι. Τον επόμενο χειμώνα έγραφαν γι’ αυτόν οι τοπικές εφημερίδες, ενώ δυο χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στην πρωτευουσιάνικη Πραβντα ένα σημείωμα για τις επιτυχίες του. Έγινε ο καλύτερος καθαριστής χιονιού στο νομό και ένας από τους καλύτερους σε όλη τη χώρα. Καμιά φορά, τη νύχτα, του τύχαινε να ονειρεύεται δώδεκα καράβια με το όνομα των δώδεκα αποστόλων ή δεκατρείς καβαλάρηδες που κρατούσαν ένα σταυρό και έναν ουρανό και κάλπαζαν για να φτάσουν το δέκατο τέταρτο καβαλάρη. Όταν τον έπιασαν στη σκιά του ουρανού σταμάτησαν.

“Ποιος είσαι εσύ;” τον ρώτησαν οι μαθητές του Χριστού, ψηλά από το άλογο, μαζεμένοι γύρω από το σταυρό.

“Είμαι ο δέκατος τέταρτος μαθητής” απάντησε ο άγνωστος κάτω από τον ουρανό και ο Ράζιν ξύπνησε. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο άμμο, το έτριψε και κατάλαβε ότι ήταν τα δάκρυα από τα όνειρά του που στέγνωσαν. Έκλαιγε στον ύπνο του για το γιο του που δεν είχε δει ποτέ, παρόλο που ήξερε την ύπαρξή του. Ήταν φανερό, τα όνειρα και τα δάκρυά του έρχονταν ακόμα από την περασμένη του ζωή, αργούσαν. Έπειτα σηκώθηκε και ήθελε να πιάσει το φτυάρι.

Αλλά εκείνο το πρωί δεν του το έδωσαν. Τον κράτησαν στην παράγκα. Ήρθε να τον βρει ένας νέος άντρας. Οι άκρες των φρυδιών και των μουστακιών του ήτανε προσεκτικά σκεπασμένες κάτω από το σάλι με το οποίο τύλιγε το κεφάλι του. Το βλέμμα του έπεσε στο πρόσωπο του Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς σαν σκόνη. Ο νεαρός έβγαλε το μονοκόμματο γάντι του που είχε ξεχωριστό μόνο τον αντίχειρα και στο χέρι του εμφανίστηκε ένα αναμμένο τσιγάρο. Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα, έβγαλε ένα μαχαίρι που ήταν ακονισμένο για αριστερόχειρα και ένα κομμάτι λαρδί, έκοψε με το αριστερό του χέρι απ’ αυτό, το έδωσε στον Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς και πέρασε αμέσως στην ουσία. Η φήμη του καλύτερου εργάτη που απέκτησε ο Αλεξέι Φιοδοροβιτς (αυτό το όνομα δήλωσε ο Ράζιν στο καινούργιο μέρος του και έτσι τον φώναζαν) δημιουργούσε υποχρεώσεις σε όλους, ακόμα και στον ίδιο τον Αλεξέι Φιοδόροβιτς. Γι’ αυτό, έπρεπε να μπει στο κομμουνιστικό κόμμα. Και χωρίς αναβολή. Αυτό θα έκανε καλή εντύπωση και έξω από το χωριό, γενικά…

Ο Ράζιν πάγωσε μόλις άκουσε αυτή την πρόταση και το μυαλό του άρχισε να δουλεύει γρήγορα, αλλά άκουσε τον αέρα να ξύνει το παράθυρο και παρατώντας τις σκέψεις του είπε:

“Αλλά αγαπητέ μου σύντροφε, εγώ είμαι αγράμματος, πώς μπορώ να μπω στο κόμμα;”

“Αυτό δεν πειράζει Αλεξέι Φιοδόροβιτς, δεν είσαι ο μόνος. Έχουμε κι άλλους σαν κι εσένα. Η Ναταλία Φιλίποβνα Σκάργκινα τους διδάσκει γραμματάκια, ασχολείται με τα μαθήματα για αγράμματους, κι εσάς θα σας βάλουμε εκεί, μαζί με τους άλλους. Όταν θα τα μελετήσετε, θα αρχίσετε να έρχεστε και στις συναντήσεις μας και ως τότε, ένα μήνα περίπου, δε θα σε ενοχλήσουμε.

Και έτσι, ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς πήγε στη Ναταλία Φιλίποβνα. Μπήκε σε ένα ωραίο ξύλινο κτίριο, στο διάδρομο είδε ένα σωρό φτυάρια και εικοσιτέσσερα ζευγάρια μπότες. Έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε στην απίστευτα χαμηλή αίθουσα, γεμάτη πάγκους. Σ’ αυτούς, κάθονταν οι εικοσιτέσσερις αρχάριοι της Ναταλίας Φιλίποβνα. Βρεγμένοι όπως ήταν, έβγαζαν καπνό, δάγκωναν τις άκρες των μολυβιών και έγραφαν υπό την υπαγόρευση της ίδιας της Σκάργκινα το γράμμα ι – κάθετη χοντρή γραμμή, διαγώνια λεπτή γραμμή… η σόμπα χοροπηδούσε στη γωνία και χυνόταν το νερό που είχαν βάλει για τσάι, η Ναταλία Φιλίποβνα καθόταν πίσω από το τραπέζι και απευθύνθηκε με χαρά στο καινούργιο άτομο, το οποίο, με την καμπούρα του άγγιξε το ταβάνι.

“Σκύβεις, σκύβεις το κεφαλάκι! Έτσι πρέπει μπροστά στη δασκάλα σου. Γι’ αυτό φτιάχνουν το ταβάνι πάντα χαμηλό, για να μη σας πιάνει η περηφάνια”

Και έβαλε τον Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς να καθίσει και τότε φάνηκε ότι η Ναταλία Φιλίποβνα Σκάργκινα στεκόταν για την ακρίβεια όρθια πίσω από το τραπέζι της και ότι είχε τέτοιο ύψος που έμοιαζε να κάθεται ενώ στεκόταν όρθια… Έπειτα γύρισε προς τον πίνακα, έβγαλε από το αυτί της ένα μικρό κομμάτι κιμωλίας και άρχισε τα μαθηματικά.

“Ένα συν ένα” έγραψε και συλλάβιζε δυνατά η Ναταλία Φιλίποβνα, “ένα συν ένα κάνουν δύο. Και αυτό και τη Δευτέρα και την Τρίτη, θυμηθείτε! Και χτες έκαναν δύο και θα κάνουν αιώνες ολόκληρους δύο και μόνο δύο.”

Έκανε ζέστη στο δωμάτιο, η σόμπα άρχισε να κουνιέται σαν να είχε ελευθερωθεί από τις αλυσίδες της: ένα συν ένα κάνουν δύο. Ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς πήρε κι αυτός το μολύβι για να το αντιγράψει από τον πίνακα και τότε δεν άντεξε. Μόνο τότε κατάλαβε ότι από εκείνη τη στιγμή που πήρε το φτυάρι για να καθαρίσει χιόνι δεν ίδρωνε πια, και ότι όλα αυτά που δεν είχαν στραγγίξει έπρεπε κάπου να βγουν από με΄σα του. Και για πρώτη φορά, όλα αυτά τα χρόνια, δεν άντεξε. Σηκώθηκε αποφασιστικά, χτύπησε αμέσως με το κεφάλι του στο ταβάνι, βγήκε στον πίνακα, με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση παλιά φωνή του, στράφηκε προς τη Ναταλία Φιλίποβνα που τον κοιτούσε άφωνη και είπε ξαφνιάζοντας όλους τους παρόντες:

“Αυτά είναι τα μαθηματικά του 19ου αιώνα, αγαπητή μου Ναταλία Φιλίποβνα. Επιτρέψτε μου να σας το παρατηρήσω. Σήμερα τα σύγχρονα μαθηματικά βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα. Ξέρουν ότι ένα συν ένα δεν είναι πάντα δύο. Δώστε μου αυτή την κιμωλία και θα σας το αποδείξω αμέσως.”

Και με τη γνωστή του ταχύτητα, ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς άρχισε να γράφει αριθμούς στον πίνακα, εξίσωση μετά την εξίσωση. Στο δωμάτιο κυριαρχούσε νευρική σιωπή. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ο καθηγητής έκανε πάλι τη δουλειά του. Η αλήθεια είναι ότι σκυμμένος όπως ήταν δεν έβλεπε τόσο καλά τους αριθμούς. Η κιμωλία τσίριζε κάπως περίεργα και ξαφνικά το αποτέλεσμα βγήκε τελείως αντίθετο από αυτό που περίμενε ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς: 1+1=2

“Μια στιγμή” φώναξε ο Φιόδορ Αλεξέγιεβιτς, “κάτι δεν πάει καλά, μόνο μια στιγμή αμέσως θα δούμε το λάθος” και στο κεφάλι του γυρνούσε μια ανοησία “όλες οι χαμένες παρτίδες χαρτιών δημιουργούν ένα όλον” και αυτή τον εμπόδιζε να λογαριάζει. Οι σκέψεις μπουμπούνιζαν μέσα του και το μπουμπουνητό των σκέψεων σκέπαζε όλα τα άλλα. Αλλά, η δική του ασύγκριτη επιδεξιότητα τον βοήθησε, ήξερε αμέσως που θα βρει το λάθος και πέρασε με την κιμωλία πάνω στους γραμμένους αριθμούς, από τους οποίους ήδη έπεφτε άσπρη σκόνη.

Εκείνη τη στιγμή όλη η τάξη, εικοσιτέσσερα άτομα, όλοι, εκτός από τη Ναταλία Φιλίποβνα Σκάργκινα, άρχισαν να του ψιθυρίζουν με μια φωνή τη λύση;

“Η σταθερά του Πλανκ! Η σταθερά του Πλανκ!”

Μίλοραντ Πάβιτς, από το Τοπίο ζωγραφισμένο με τσάι (εκδ. Ηρόδοτος, 1996, μετ. Γκάγκα Ρόσιτς)